- μηχανεύεται
- μηχανεύομαιpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφευρέτης — ο, θηλ. εφευρέτις και εφευρέτρια (ΑΜ ἐφευρέτης, ὁ, θηλ. ἐφευρέτρια, Μ και φευρετής) νεοελλ. αυτός που κάνει μια εφεύρεση μσν. αρχ. αυτός που επινοεί, αυτός που μηχανεύεται (α. «εφευρέτης τού τηλεφώνου» β. ἐφευρετὰς κακῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κακομηδής — κακομηδής, ές (Α) αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται το κακό, απατηλός, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μηδής (< μήδομαι), πρβλ. θρασυ μηδής] … Dictionary of Greek
κακομηχανία — κακομηχανία, ἡ (AM) [κακομηχανώ] το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῡ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κακορραφής — κακορραφής, ές (Α) αυτός που μηχανεύεται κακά, που επινοεί κακές, βλαπτικές πράξεις, κακορραφεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρραφής (< ραφή), πρβλ. νεο ρραφής, πολυ ρραφής] … Dictionary of Greek
κακορραφεύς — κακορραφεύς, ὁ (Α) αυτός που μηχανεύεται κακά («κακορραφέας κακοποιούς, κακοπράγμονας», Ησύχ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ραφεύς] … Dictionary of Greek
κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) [κατασκευάζω] 1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων») 2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος μσν. αρχ. ο προμηθευτής τών αναγκαίων … Dictionary of Greek
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] … Dictionary of Greek
ποικιλομήχανος — ον, Α αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek
ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] … Dictionary of Greek